ντροπή — η 1. συναίσθημα ενοχής ή ταπείνωσης λόγω μεμπτής πράξης, δικής μας ή άλλων («νιώθω ντροπή μετά από όσα τού είπα») 2. συστολή, διστακτικότητα που οφείλεται σε σεβασμό ή φόβο («νιώθω ντροπή όταν τόν βλέπω») 3. αίσχος, όνειδος (α. «πιες γλυκό κρασί… … Dictionary of Greek
ντροπιάζω — [ντροπή] 1. κάνω κάποιον να αισθανθεί ντροπή, τόν εκθέτω, τόν προσβάλλω («τού μίλησε με τρόπο που τόν ντρόπιασε μπροστά στους φίλους του») 2. κάνω κάποιον να αισθανθεί ντροπή εξαιτίας μου («με τα καμώματά σου ντροπιάζεις τους γονείς σου») 3. κάνω … Dictionary of Greek
αίσχος — το (Α αἶσχος) 1. αισχύνη, ντροπή 2. ατιμία, κακοήθεια 3. στον πληθ. τα αίσχη άσχημες, επαίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. άσχημος, κακός (με επιθετική προσδιοριστική λειτουργία), π.χ. «αυτός ο πίνακας είναι αίσχος» 2. «αίσχος» (επιφών. αποδοκιμασίας)… … Dictionary of Greek
όνειδος — τὸ (ΑΜ ὄνειδος, Μ και ὄνειδος, ό) 1. ψόγος, μομφή, επίπληξη, κατάκριση, επιτίμηση 2. ντροπή, καταισχύνη, αίσχος, ατιμία 3. κατάσταση ή πρόσωπο που επιφέρει καταισχύνη, ντροπή («τὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ σάκει», Αισχύλ.) 3. παροιμ. φρ.… … Dictionary of Greek
αιδώς — Τεχνητή θεότητα, που την επινόησαν οι πρώτοι φιλόσοφοι, προσωποποίηση της συστολής και της ντροπής. Ήταν μια από τις Ώρες και είχε μητέρα τη Θέμιδα και αδελφές την Ευνομία, τη Δίκη, την Ειρήνη, τη Νέμεση κλπ. Ήταν μητέρα της Σωφροσύνης, τροφός… … Dictionary of Greek
εντροπή — και ντροπή, η (AM ἐντροπή) 1. η ταπείνωση που προκαλεί η συναίσθηση ενοχής, καταισχύνη, ρεζίλεμα («μισεύγει με την εντροπή και πλιο του δεν εφάνη», Ερωτόκρ.) 2. συστολή από σεβασμό («γεννᾱ γὰρ σέβας ἐντροπή», Σπανέας) νεοελλ. αυτό που προκαλεί… … Dictionary of Greek
εντροπιάζω — και ντροπιάζω (Μ ἐντροπιάζω) 1. κάνω κάποιον να αισθανθεί ντροπή, τόν εκθέτω («τόν ντρόπιασες μπροστά σε όλους με τα λόγια σου») 2. κάνω κάποιον άλλο να αισθανθεί ντροπή για δικές μου ενέργειες («ντρόπιασα τον πατέρα μου με τις πράξεις μου») 3.… … Dictionary of Greek
Μπέργκμαν, Ίνγκμαρ — (Ingmar Bergman, Ουψάλα 1918 –). Σουηδός συγγραφέας και σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου. Γιος πάστορα, ο μέγιστος των σύγχρονων Σουηδών σκηνοθετών, δεν έπαψε ποτέ να βασανίζεται από θρησκευτικά και ηθικά προβλήματα· τα τολμηρότερα… … Dictionary of Greek
έλεγχος — (I) ο (ΑΜ ἔλεγχος) 1. έρευνα, εξέταση για να διαπιστωθεί η αλήθεια, η ακρίβεια, η γνησιότητα, η ορθότητα («ο έλεγχος τών πληροφοριών, τής τήρησης τών δρομολογίων, τών προϊόντων, τών αποφάσεων κ.λπ.») 2. (για θεωρίες, απόψεις κ.λπ.) έρευνα για… … Dictionary of Greek
αισχρός — ή, ό (Α αἰσχρός, ά, όν) 1. αυτός που προκαλεί την ντροπή, επονείδιστος, επαίσχυντος, ατιμωτικός 2. ανήθικος, φαύλος, κακοήθης, άθλιος, φρικτός αρχ. 1. (ως αντίθ. τού καλός) (για την εξωτερική εμφάνιση) άσχημος, δύσμορφος, παραμορφωμένος 2.… … Dictionary of Greek